πλατύνουσι

πλατύνουσι
πλατύ̱νουσι , πλατύνω
widen
aor subj act 3rd pl (epic)
πλατύ̱νουσι , πλατύνω
widen
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
πλατύ̱νουσι , πλατύνω
widen
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • PHYLACTERIA — Graece φυλακτήρια, memorata Matth. c. 23. v. 5. Πλατύνουσι δὲ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν, καὶ μεγαλύνουσι τὰ κράσπεδα τῶ ἱματίων αὑτῶν, Dilatant enim phylacteria sua, et producunt fimbrias palliorum suorum: Eprphanio videntur fuisse limbi sive fasciae,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πλατύνω — ΝΜΑ, πλαταίνω Ν [πλατύς] καθιστώ κάτι πλατύ ή πλατύτερο το επεκτείνω κατά πλάτος, φαρδαίνω (α. «πλαταίνουν τον δρόμο» β. «πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν», ΚΔ) νεοελλ. 1. (αμτβ.) γίνομαι πλατύς ή πλατύτερος απ ὁ,τι ήμουν, ευρύνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • φυλακτήριος — ία, ον, ΜΑ [φυλακτήρ] 1. αυτός που χρησιμεύει για φύλαξη, για προστασία (α. «τοῑς περὶ τὰ τοιαῡτα φυλακτηρίοις τε καὶ ἐπιστάταις ὀργάνων», Πλάτ. β. «φυλακτήριος τῶν συνειληφυιῶν», Διοσκ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυλακτήριον α) μέσο προστασίας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”